αΐστωρ

αΐστωρ
ἀΐστωρ (-ορος), ο (Α)
αυτός που αγνοεί κάτι, άπειρος, απληροφόρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ἴστωρ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀίστωρ — ἀΐστωρ , ἀίστωρ unknowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …   Dictionary of Greek

  • ανίστωρ — ἀνίστωρ, ο, η (Μ) ο αΐστωρ* …   Dictionary of Greek

  • ἀίστορες — ἀΐστορες , ἀίστωρ unknowing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”